- πολυμεροῦς
- πολυμερήςconsisting of many partsmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερεοκανονικός — ή, ο, Ν χημ. (για φυσικό ή συνθετικό πολυμερές) 1. αυτός στού οποίου τα μακρομόρια η μονομερής μονάδα επαναλαμβάνεται κατά καθορισμένο τρόπο ως προς τον άξονα τών μακρομορίων 2. φρ. α) «ισοτακτικό στερεοκανονικό πολυμερές» πολυμερές στο οποίο… … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek
ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
κροκύδωση — και κροκίδωση, η χημ. ο διαχωρισμός σε δύο φάσεις ενός κολλοειδούς συστήματος ή ενός διαλύματος πολυμερούς υλικού ο οποίος συντελείται ως αποτέλεσμα φυσικών ή χημικών επιδράσεων, αλλ. θρόμβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
κρυσταλλικότητα — η 1. ιδιότητα τής οργανικής και ανόργανης ύλης να εμφανίζεται υπό κρυσταλλική μορφή 2. χημ. ιδιότητα τών πολυμερών η οποία συνίσταται στην ύπαρξη κανονικής διάταξης μεταξύ τών μακρομορίων μιας πολυμερούς ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ … Dictionary of Greek
νάτο — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… … Dictionary of Greek
πλαστικοποίηση — η, Ν 1. (χημ. τεχνολ.) χημική διεργασία που συνίσταται στην εισαγωγή ενός πλαστικοποιητή μεταξύ τών μακρομοριακών αλυσίδων ενός πολυμερούς 2. φρ. «πλαστικοποίηση καυσίμου» αστροναυτ. μετατροπή τού στερεού καυσίμου ενός πυραύλου σε πλαστική μάζα 3 … Dictionary of Greek
πλαστικοποιώ — Ν 1. (χημ. τεχνολ.) διενεργώ πλαστικοποίηση, εισάγω πλαστικοποιητή μεταξύ τών μακρομοριακών αλυσίδων ενός πολυμερούς 2. καλύπτω επιφάνεια με πλαστικό φύλλο ή βερνίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικός + ποιώ (< ποιός < ποιώ). Η λ. αποτελεί απόδοση… … Dictionary of Greek
πολυβουτένιο — το, Ν (χημ. τεχνολ.) άλλη ονομασία τής πολυμερούς ένωσης πολυβουτυλένιο … Dictionary of Greek